- γαστρεντερικός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει σχέση με τη γαστέρα (το στομάχι) και τα έντερα2. φρ. α) «γαστρεντερικός σωλήνας» — ο πεπτικός σωλήναςθ) «γαστρεντερικές ορμόνες» — ορμόνες που εκκρίνονται από τον βλεννογόνο τού γαστρεντερικού σωλήνα και διεγείρουν ή αναστέλλουν την έκκριση των διαφόρων γαστρικών υγρών.
Dictionary of Greek. 2013.